ταυροκάρηνος

Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A bull-headed, Nonn.D.26.317, PMag.Par.1.2808.

Greek (Liddell-Scott)

ταυροκάρηνος: -ον, ὁ ἔχων κεφαλὴν ταύρου, Νόνν. Δ. 26. 317, περὶ ἐλέφαντος.

Spanish

que tiene cabeza de toro

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για ελέφαντα) αυτός που έχει κεφάλι ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. χρυσο-κάρηνος].