-ακος, ὁ, ΜΑφύλακας ή επόπτης τών κοινών υδρευτικών ή αρδευτικών νερών.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + φύλαξ (πρβλ. λιμενο-φύλαξ)].