Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επόπτης

From LSJ

Greek Monolingual

ο (θηλ. επόπτρια και επόπτις) (AM ἐπόπτης
θηλ. Α ἐπόπτις
Μ ἐπόπτρια)
αυτός που εποπτεύει τη λειτουργία, τη διεξαγωγή, την τήρηση έργου, εργασίας κ.λπ. (α. «επόπτης εκπαιδεύσεως» β. «ἧς καὶ Ἀρχιμήδης ἧν ὁ γεωμέτρης ἐπόπτης (νεώς)», Αθήν.)
αρχ.-μσν.
αυτός που τά βλέπει όλα, προστάτης («ἐπικαλεσαμένη τὸν πάντων ἐπόπτην θεόν», ΠΔ)
αρχ.
1. θεατής, παρατηρητής («καὶ σὺ δὴ πόνων ἐμῶν ἥκεις ἐπόπτης», Αισχύλ.)
3. αυτόπτης μάρτυρας («ἐπόπται γεννηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος [του Χριστού]», ΚΔ)
4. αυτός που μυήθηκε στον τρίτο και τελευταίο βαθμό τών ελευσίνιων μυστηρίων, ο θεωρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -όπτης (< όπωπα), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. διόπτης, κατόπτης)].