τρίζοντες

Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

οι, Ν
(ενν. ρόγχοι) ιατρ. ακροαστικό εύρημα κατά την εξέταση του θώρακα, αντιληπτό κυρίως στο τέλος της εισπνοής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. της μτχ. τρίζων, -οντος του ρ. τρίζω. Η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. (rales) crepitantes «(ρόγχοι) τρίζοντες»].