χολοβαφής

Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

ές, = sq., Marcellin. in Sch.Hermog.Rh.4.148W.

German (Pape)

[Seite 1363] ές, in Galle getaucht, mit Galle gefärbt, dah. grün, od. goldgelb, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χολοβᾰφής: -ές, γεν. έος, = τῷ ἑπομ., Ρήτορες (Walz) τ. 4, σ. 148.

Greek Monolingual

-ές, Α
χολοβάφινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος / χολή + -βαφής (< βάπτω, πρβλ. βαφή), πρβλ. πορφυρο-βαφής].