υδατογραφία

Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
1. ζωγραφική που γίνεται με χρώματα διαλυμένα στο νερό, ακουαρέλα
2. συνεκδ. πίνακας ζωγραφισμένος με υδρόχρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδατογράφος. Η λ. αποτελεί απόδοση του γαλλ. aquarelle και μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ.Βλάχου].