ο, ΝΑ σχίζωνεοελλ.1. αυτός που σχίζει ξύλα, λίθους κ.ά. αντικείμενα2. κάθε λίθος που σχίζεται με ευκολία σε λεπτές επίπεδες πλάκες, σχιστόλιθοςαρχ.αυτός που ανοίγει αυλάκια σε αγρό με αξίνα ή με άροτρο.