τιτθεία

Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ἡ,

   A nursing, D.57.42, Sor.1.88.

German (Pape)

[Seite 1120] ἡ, das Säugen der Amme, Ammendienst, Dem. 57, 42.

Greek (Liddell-Scott)

τιτθεία: ἡ, τιθήνησις, ἐπιμέλεια, ἀπὸ ταύτης τῆς τιτθείας Δημ. 1312. 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
allaitement ; soins à un enfant.
Étymologie: τίτθη.

Greek Monolingual

ἡ, Α τιτθεύω
η επιμέλεια της ανατροφής κάποιου.