ές,
A with walls of bronze, αὐλά B.3.32.
-ές, Ααυτός που έχει χάλκινο τείχωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -τειχής (< τεῖχος), πρβλ. μελαν-τειχής].