ὑπόσκληρος

Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

ον,

   A somewhat hard, Hp.Fract.11, Art.86.

German (Pape)

[Seite 1232] etwas hart; Hippocr.; Luc. merc. cond. 26.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόσκληρος: -ον, ὀλίγον τι σκληρός, Ἱππ. π. Ἀγμ. 760, π. Ἄρθρ. 840.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
un peu dur.
Étymologie: ὑπό, σκληρός.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόσκληρος, -ον, ΝΑ σκληρός
λίγο σκληρός.