τάλκης

Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
(ορυκτ.) πολύ διαδεδομένο πυριτικό ορυκτό που διακρίνεται από όλα σχεδόν τα άλλα ορυκτά λόγω της εξαιρετικά μικρής σκληρότητάς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. talc < γαλλ. talc < αραβ. talq (βλ. και λ. ταλκ)].