τλῆσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A audacity, Hsch. τλησίφρων, ον, gen. ονος, (φρήν) = τλήθυμος, Id. (in Dor. form τλᾱσ-.).
German (Pape)
[Seite 1123] ἡ, 1) das Dulden, Ausstehen. – 2) das Unternehmen, Wagen; Hesych. τόλμα, θράσος.
Greek (Liddell-Scott)
τλῆσις: -εως, ἡ, (*τλάω), τόλμη, θάρρος, θράσος, «τλῆσις· τόλμα, θράσος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «τλῆσις
τόλμα, θράσος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη- (βλ. λ. τλή-θυμος και τάλας) + κατάλ. -σις].