-έω, Α κεντῶ1. τρυπώ αποκάτω2. τρυπώ ελαφρά («οἱ στρατιῶται ξιφιδίοις αὐτὸν ὑπὸ τὸ γένειον ὑπεκέντουν», Δίων Κάσσ.).