τετραχῇ

Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

Adv.

   A = τέτραχα, X.HG5.2.7, Plu.Ant.29, Luc.Nav.16, etc.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰχῇ: Ἐπίρρ. = τέτραχα, Ξενοφ. Ἑλλην. 5. 2, 7, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 16, Πλούτ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

adv.
de quatre façons.
Étymologie: τέτταρες, -χος.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. σε τέσσερα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- (βλ. λ. τέσσερεις) + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. - (πρβλ. πεντ-αχ-)].