τεκνόεις
English (LSJ)
A v. τεκνοῦς.
German (Pape)
[Seite 1082] s. unter τεκνοῦς.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
qui a des enfants.
Étymologie: τέκνον.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
βλ. τεκνοῡς.
A v. τεκνοῦς.
[Seite 1082] s. unter τεκνοῦς.
όεσσα, όεν;
qui a des enfants.
Étymologie: τέκνον.
-εσσα, -εν, Α
βλ. τεκνοῡς.