χεράκι

Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν·1. (κυρίως θωπευτικά) μικρό ή τρυφερό χέρι («δώσ' μου το χεράκι σου»)
2. φρ. α) «του τά 'πα ένα χεράκι» ή «θα τά πούμε ένα χεράκι» — με λίγα λόγια, χωρίς περιστροφές
β) «δίνωβάζω] ένα χεράκι» — συντρέχω, βοηθώ.