χέρι
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
Greek Monolingual
το / χερίον, ΝΜΑ, και χέριον Μ
νεοελλ.
1. καθένα από τα άνω άκρα του ανθρώπινου σώματος, από τον ώμο ώς την άκρη τών δακτύλων
2. (συγκριτ. ανατ.) συλληπτήριο όργανο στο τελευταίο τμήμα τών πρόσθιων άκρων ορισμένων σπονδυλοζώων, που αποτελείται από την άρθρωση του καρπού, τα καρπικά οστά, τα μετακάρπια οστά και τις φάλαγγες
3. (κατ' επέκτ.) το μπροστινό πόδι της γάτας, του σκύλου και άλλων ζώων
4. λαβή σκεύους ή άλλου αντικειμένου, χερούλι, («το χέρι του τηγανιού» β. «το χέρι του μπαστουνιού»)
5. εξάρτημα μηχανήματος
6. φρ. α) «άκρο χέρι»
ανατ. όργανο συλλήψεως και αισθήσεως, το οποίο αποτελεί το ακραίο τμήμα τών άνω άκρων του ανθρώπου
β) «χέρι μαιευτήρα»
ιατρ. θέση του άκρου χεριού, που παρατηρείται επί τετανίας και χαρακτηρίζεται από σύσπαση τών δακτύλων που είναι σφιγμένα το ένα προς το άλλο και σε ημίκαμψη προς τα μετακάρπια, σχηματίζοντας κώνο
γ) «απλώνω χέρι»
i) ζητιανεύω
ii) κάνω κίνηση για να χτυπήσω κάποιον
iii) ξεθαρρεύω ή οικειοποιούμαι κάτι
δ) «βάζω χέρι [σε κάποιον ή σε κάποια]»
i) κάνω άσεμνες χειρονομίες
ii) συνουσιάζομαι [με κάποιαν ή με κάποιον]
iii) αρχίζω να νέμομαι, να σφετερίζομαι ή να δαπανώ, να σπαταλώ κάτι
iv) επιπλήττω
ε) «βάζω [ή δίνω] ένα χέρι» — βοηθώ, συντρέχω
στ) «βάζω κάτι στο χέρι» — αποκτώ κάτι με μη θεμιτά μέσα, σφετερίζομαι
ζ) «βάζω κάποιον στο χέρι» — εξαπατώ κάποιον ώστε να μπορώ να τον εκμεταλλευθώ
η) «δίνω το χέρι [μου]» — απλώνω το χέρι μου για χειραψία ή για συμφιλίωση
θ) «δώσαμε χέρι» ή «δώσαμε τα χέρια» — δώσαμε αμοιβαία υπόσχεση, καταλήξαμε σε συμφωνία ή συμφιλιωθήκαμε
ι) «στο χέρι μου είναι» — από μένα εξαρτάται, μπορώ
ια) «είναι [ή τον έχω] του χεριού μου» — μπορώ εύκολα να τον νικήσω ή να του επιβάλω τη θέληση μου, τον κάνω ό,τι θέλω
ιβ) «τον έχω [ή τον κρατώ] στο χέρι» — γνωρίζω μυστικά του ώστε να μην μπορεί να αντιδράσει, είναι υποχείριο μου
ιγ) «είναι το [ή τον έχω] δεξί μου χέρι» — μού είναι απαραίτητος συνεργάτης, πολύτιμος βοηθός
ιδ) «έχω [ή έβαλα] το χέρι μου κι εγώ...» — έχω κι εγώ ανάμιξη ή συμμετοχή
ιε) «κόβω τα χέρια [κάποιου]»
i) αχρηστεύω κάποιον
ii) φέρνω μεγάλες δυσκολίες σε κάποιον
ιστ) «πάνε χέρι χέρι»
i) (για πρόσ.) περπατούν κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου ή συνεργάζονται στενά
ii) (για πράγμ., φαινόμενα και καταστάσεις) είναι αλληλένδετα, το ένα είναι επακόλουθο του άλλου
ιζ) «μού πέφτει στα χέρια κάτι» — αποκτώ ή βλέπω κάτι συμπτωματικά
ιη) «πέφτει κάποιος στα χέρια μου» — περιέρχεται κάποιος στην εξουσία μου, μπορώ να του επιβάλλω τη θέλησή μου
ιθ) «γλυτώνω από τα χέρια κάποιου» — απαλλάσσομαι, απελευθερώνομαι από κάποιον
κ) «χέρι [με] χέρι» — με άμεση ανταλλαγή, χωρίς καθυστέρηση, γρήγορα, μάνι μάνι
κα) «αν μού πέσει στα χέρια» ή «αν πέσει στα χέρια μου» — αν βρω κατάλληλη ευκαιρία
κβ) «ένα χέρι, δύο [ή τρία] χέρια» ή «πρώτο [ή δεύτερο ή τρίτο] χέρι» — μια φορά, δύο [ή τρεις] φορές
κγ) «από πρώτο χέρι» — απευθείας από την πηγή, άμεσα
κδ) «από δεύτερο [ή από τρίτο] χέρι»
i) έμμεσα
ii) (ενν. πράγμα) μεταχειρισμένο
κε) «τον πήγε τρία χέρια» — είχε τρεις κενώσεις τών εντέρων
κστ) «χέρι της Παναγιάς» — κοινή ονομασία είδους του φαρμακευτικρύ φυτού τεύκριο
7. παροιμ. «το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο» — δηλώνει ότι η συνεργασία αποφέρει καλό αποτέλεσμα
μσν.
(στον τ. χέριον) μικρό χέρι, χεράκι
μσν.-αρχ.
χερίον
επίμηκες εξάρτημα μηχανήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χερ- της λ. χείρ, χειρός + υποκορ. κατάλ. -ι(ον) (πρβλ. φρύδι / ὀφρύδιον < ὀφρῦς)].