φάσκελο

Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και σφάκελο, το, Ν
μούντζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφάκελος (II) «υβριστική χειρονομία, μούντζα», με αλλαγή γένους κατά τα ουδ. Ο τ. φάσκελο με μετάθεση του -σ-].