σφιγμός

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

German (Pape)

[Seite 1051] ὁ, = σφίγξις, Math. vett.

Greek (Liddell-Scott)

σφιγμός: ὁ, = σφίγξις, Ἀπολλόδωρ. Πολιορκ. ἐν Ἀρχ. Μαθ. 25 κατὰ τὸν Schneid.· ― μεταφορ. παρ’ Εὐστ. ἐν Πονηματ. 179. 54., 333. 13.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ σφίγγω
μσν.
συνώθηση, σπρώξιμο («ὁ κόσμος ὅλος παρῆν, ὠς καὶ πάντα στενοχωρεῑσθαι τῷ ὄχλῳ καί τινας καὶ ἐκλιπεῑν τῷ πολλῷ τοῡ σφιγμοῡ», Ευστ.)
αρχ.
σφίξιμο.