σφίξιμο

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74

Greek Monolingual

το, Ν
1. πίεση κάποιου πράγματος από όλες του τις πλευρές, περίσφιγξη, συμπίεση
2. το να γίνεται κάτι πιο πηχτό
3. ένταση προσπάθειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έσφιξα του σφίγγω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. τρέξιμό)].