σφίξιμο

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. πίεση κάποιου πράγματος από όλες του τις πλευρές, περίσφιγξη, συμπίεση
2. το να γίνεται κάτι πιο πηχτό
3. ένταση προσπάθειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έσφιξα του σφίγγω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. τρέξιμό)].