τροῦλλος
English (LSJ)
ὁ, a kind of vessel, ἐν τ. μεγάλῳ ὑελίνῳ περιπηλώσαντες Zos.Alch.p.164 B.; οὐκ ἐῶντες καπνὸν διὰ τοῦ τ. ἀναδοθῆναι ibid.
Greek (Liddell-Scott)
τροῦλλος: ὁ, θόλος ἐκκλησίας, Σύνοδος Κων/πόλεως Γ΄ 640, Μαλάλ. 489, 19, Στέφ. Διάκ. 1144D, Κωδινὸς 141.
Greek Monolingual
ο / τροῡλλος, ΝΜΑ, και τρούλος, Ν
νεοελλ.-μσν.
θολωτή στέγη, θόλος
αρχ.
είδος δοχείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. trulla «είδος δοχείου» με αλλαγή γένους, πιθ. κατά το θόλος, ο].