συνόλως

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Greek (Liddell-Scott)

συνόλως: ἴδε σύνολος ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

adv.
en somme, au total.
Étymologie: σύνολος.

Greek Monolingual

Α
βλ. σύνολος.