συνόλως

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
en somme, au total.
Étymologie: σύνολος.

Russian (Dvoretsky)

συνόλως: в целом, вообще Isocr.

Greek (Liddell-Scott)

συνόλως: ἴδε σύνολος ἐν τέλει.

Greek Monolingual

Α
βλ. σύνολος.