σχηματόδεσμος

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

ὁ, a kind of

   A bandage, Orib.45.18.5.

Greek (Liddell-Scott)

σχηματόδεσμος: ὁ, εἶδος ἰατρικοῦ περιδέσμου, Ὀρειβάσ. σ. 52 Mai.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ιατρ. είδος επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχῆμα, -ήματος + δεσμός.