ὑπερύψηλος

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

ον,

   A exceeding high, X.An.3.5.7, Arr.An.1.5.12, Ael. VH3.1, etc.

German (Pape)

[Seite 1203] übermäßig hoch; Xen. An. 3, 5, 7; δένδρα D. C. 37, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερύψηλος: -ον, ὑπερβαλλόντως ὑψηλός, Ξεν. Ἀν. 3. 5, 7, Ἀρρ. Ἀν. Ἀλεξ. 1. 5, κλπ.· μεταφ., ὑψηλὰ πετόμενος, Εὐστ. Πονημ. 184. 70, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
extrêmement élevé.
Étymologie: ὑπέρ, ὑψηλός.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπερύψηλος, -ον, ΝΜΑ ὑψηλός
πανύψηλος
μσν.
αυτός που πετά ψηλά.