ὑπερβαλλόντως

From LSJ

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερβαλλόντως Medium diacritics: ὑπερβαλλόντως Low diacritics: υπερβαλλόντως Capitals: ΥΠΕΡΒΑΛΛΟΝΤΩΣ
Transliteration A: hyperballóntōs Transliteration B: hyperballontōs Transliteration C: ypervallontos Beta Code: u(perballo/ntws

English (LSJ)

exceedingly, excessively, abundantly, very much, to a high degree, extraordinarily; v. ὑπερβάλλω A. 11.5.

German (Pape)

[Seite 1192] adv. part. praes. act. von ὑπερβάλλω, übermäßig; Plat. Rep. VI, 492 b u. öfter; im Gegensatz von μετρίως, Isocr. 1, 28; Pol. 16, 24, 4 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

adv.
d'une manière excessive ou extraordinaire.
Étymologie: ὑπερβάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερβαλλόντως: сверх меры; чрезвычайно, крайне Xen., Plat., Isocr., Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερβαλλόντως: ἰδὲ τὸ ἑπόμ. ΙΙ. 5. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπερβαλλόντως, λίαν». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 253.

English (Strong)

adverb from present participle active of ὑπερβάλλω; excessively: beyond measure.

English (Thayer)

(from the participle of the verb ὑπερβάλλω, as ὄντως from ὤν), above measure: Xenophon, Plato, Polybius, others.)

Spanish

extremadamente

Greek Monolingual

ὑπερβαλλόντως ΝΜΑ
επίρρ. υπέρμετρα, υπερβολικά, καθ' υπερβολήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβάλλων, -οντος, μτχ. ενεστ. του ρ. ὑπερβάλλω + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monotonic

ὑπερβαλλόντως: επίρρ. του επόμ., υπερβολικά, υπέρμετρα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[adverb of ὑπερβάλλω
exceedingly, Plat.

Chinese

原文音譯:ØperballÒntwj 虛胚而-巴朗拖士
詞類次數:副詞(1)
原文字根:在上面-投 正如
字義溯源:過度地,過量地,過重的,無限的;源自(ὑπερβάλλω)=投出超過正常的標準),由(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)與(βάλλω / ἀμφιβάλλω)*=投,擲)組成
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編
1) 是過量的(1) 林後11:23

English (Woodhouse)

exceedingly, vastly

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search

Translations

exceedingly

Finnish: erittäin, ylen, perin, tavattoman, varsin; French: extrêmement, énormément; German: überaus, äußerst, außerordentlich, ungemein, über alle Maßen; Greek: σφόδρα, υπερβολικά, υπέρμετρα; Ancient Greek: σφόδρα, ὑπερφυῶς; Hungarian: rendkívül; Latin: perquam; Polish: niezmiernie, nadzwyczaj; Romanian: extrem; Spanish: extremadamente, sumamente, sobremanera, asaz; Swedish: ytterst, oerhört, synnerlige