φρεσσίλυτος

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A mad, Stud.Ital.2(1922).394 (Phalasarna, iv B. C., amulet).

Greek Monolingual

ὁ, Α
μανιακός, τρελός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρεσί, δοτ. πληθ. της λ. φρήν, φρενός + -λυτος (< λυτός < λύω), πρβλ. νεό-λυτος. Τα -σσ- του τ. για μετρικούς λόγους].