Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μανιακός

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰνιακός Medium diacritics: μανιακός Low diacritics: μανιακός Capitals: ΜΑΝΙΑΚΟΣ
Transliteration A: maniakós Transliteration B: maniakos Transliteration C: maniakos Beta Code: maniako/s

English (LSJ)

μανιακή, μανιακόν, = μαινόμενος, Glossaria.

Greek Monolingual

και μανικός, -ή, -ό (AM μανικός και μανιακός, -ή, -όν) μανία
αυτός που κατέχεται από μανία, μαινόμενος, παράφρων, τρελός («ταύτην τὴν ἐπωνυμίαν ἔλαβες τὸ μανικὸς καλεῖσθαι», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. ως ουσ. άνθρωπος παράφρων, ανισόρροπος
2. αυτός που κατέχεται από πάθος για κάτι, αυτός που έχει υπερβολική αγάπη για κάτιείναι μανιακός με τη συλλογή παλαιών αντικειμένων»)
μσν.
1. οργίλος, βίαιος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μανικόν
μανία, παραφροσύνη
3. (το ουδ. ως επίρρ.) μανικόν
με μανία, μανιωδώς
μσν.-αρχ.
(στον τ. μανικός, -ή, -όν) (για πράγματα, καταστάσεις, διαθέσεις κ.λπ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μανία ή αυτός που αρμόζει στη μανία, μανιώδης, παράφορος («μανικὸν νόσημα», Ιπποκρ.)
αρχ.
(στον τ. μανικός, -ή, -όν)
1. αυτός που διατελεί υπό την επήρεια έμπνευσης, ο ένθους («εὐφυοῦς ἡ ποιητική ἐστιν ἢ μανικοῦ», Αριστοτ.)
2. αυτός που προκαλεί μανία («μανικοῖς ἐξέστησε τοῦ λογισμοῦ φαρμάκοις», Πλούτ.)
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ μανική
η μανία, η παραφροσύνη
4. το ουδ. ως ουσ. α) σύμπτωμα μανίας, παραφροσύνης
β) το φυτό δορύκνιον.
επίρρ...
μανικῶς (AM)
με μανιακό τρόπο, εμμανώς, μανιωδώς («πυρέττοντα μανικῶς», Πλούτ.)
αρχ.
σε υπέρμετρο βαθμό, εξωφρενικά, παράφορα («ἐπιθυμήσας μοναρχίας ἀλόγως και μανικῶς», Ισοκρ.).