ταὐτολόγος

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A repeating what has been said, tautologous, AP9.206 (Eupith.).

German (Pape)

[Seite 1074] dasselbe sagend, bereits Gesagtes wiederholend, Sp.; κανόνες, Eupith. (IX, 206).

Greek (Liddell-Scott)

ταὐτολόγος: -ον, ὁ ταὐτολογῶν, ὁ ἐπαναλαμβάνων ἢ λέγων τὰ αὐτά, Ἀνθ. Π. 9. 206.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui redit la même chose.
Étymologie: τὸ αὐτό, λέγω³.

Greek Monolingual

ο / ταὐτολόγος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ταυτολογεί, που επαναλαμβάνει τα ίδια πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)- + -λόγος].