χιλιόναυς

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ,

   A of a thousand ships, στρατός E.Or.352 (anap.); ὁ χ. Ἑλλάδος Ἄρης Id.Andr.106 (eleg.); ἐλάταις χιλιόναυσιν, = χιλίαις ναυσί, Id.IA174 (lyr.); also in later Prose, χ. στόλος Str. 13.1.27.

German (Pape)

[Seite 1356] εως, aus tausend Schiffen bestehend; στρατός Eur. Or. 352; Ἑλλάδος Ἄρης Andr. 106; ἐλάταις χιλιόναυσιν I. A. 174.

Greek (Liddell-Scott)

χῑλιόναυς: -εως, ὁ, ἡ, ὁ χιλίων νεῶν, ὁ ἐν χιλίοις ναυσὶν ὤν, ὁ μετὰ χιλίων νεῶν, στρατὸς Εὐρ. Ὀρ. 352· ὁ χ. Ἑλλάδος Ἄρης ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 106· ἐλάταις χιλιόναυσιν = χιλίαις ναυσὶ ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 174· - ἅπαντα ταῦτα λυρικὰ χωρία.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ, ἡ)
formé de mille vaisseaux.
Étymologie: χίλιοι, ναῦς.

Greek Monolingual

-εως, ὁ, ἡ, ΜΑ
χιλιοναύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο)- + ναῦς (πρβλ. μυριό-ναυς)].