φρενώ

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-όω, Α φρήν, φρενός]
1. καθιστώ κάποιον σώφρονα, σωφρονίζω («φρενώσω δ' οὐκέτ' ἐξ αἰνιγμάτων», Αισχύλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «φρενώσας
παραλογισάμενος
έξαπατήσας»
3. παθ. φρενοῡμαι, -όομαι
είμαι περήφανος
4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεφρενωμένος, -η, -ον
λογικός, μυαλωμένος, γνωστικός.