φιλόφθονος

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ον,

   A given to envy, ἔστι τινὰ τῶν ἀνθρωπίων φ. καὶ μικρόσοφα D.S.26.1; τὸ φ. Plu.2 91b.

German (Pape)

[Seite 1288] neidsüchtig, Plut. cap. ex host. util. p. 282.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόφθονος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν φθόνον, φθονερός, Διοδ. Ἐκλογ. 513. 60· τὸ φιλόφθονον Πλούτ. 2. 91Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
envieux ; τὸ φιλόφθονον jalousie, envie.
Étymologie: φίλος, φθόνος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. φθονερός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόφθονον
η φιλοφθονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + φθόνος (πρβλ. βαρύ-φθονος)].