φθόνος
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
English (LSJ)
ὁ,
A ill-will or malice, esp. envy or jealousy of the good fortune of others (Pl.Def.416b, Arist.Rh.1387b22), Pi.O.8.55, etc.; φθόνῳ through envy, Hdt.3.30, 9.71; opp. εὔνοια, Pl.Lg.635b; opp. ἔπαινος, Lys.24.1; ἴσχει ὄλβος φθόνον incurs envy, Pi.P.11.29, cf. Isoc.5.68; φθόνον πρὸς ἀστῶν ἀλφάνουσι E.Med.297; φθόνῳ χρῆσθαι πρὸς τὰ παιδικά Pl.Phdr.253b; κρέσσων οἰκτιρμοῦ φθόνος better to be envied than pitied ! Pi.P.1.85, cf. And.2.6; πρὸς γὰρ τὸν ἔχονθ' ὁ φ. ἕρπει S.Aj.157 (anap.), cf. OT382; ἐς τἀπίσημα δ' ὁ φ. πηδᾶν φιλεῖ E.Fr.294; φθόνος συνεστιώμενος, of wealth, Secund.Sent.9; φ. [ἐστὶ] τοῖς ζῶσι πρὸς τὸ ἀντίπαλον Th.2.45; κατὰ φθόνον A.Eu.686, Pl.Grg. 457d; σὺν φθόνῳ E.Andr.780 (lyr.); διὰ φθόνον Ep.Phil.1.15: c. gen. objecti, envy for, jealousy of, τῶν πεπραγμένων Lys.2.48; φθόνον δὲ σωμάτων ἕξει θεός i.e. will grudge, deny, A.Pr.859: c. gen. subj., envy or jealousy felt by another, Pl.Hp.Ma.282a; also φ. ἐφ' ἑτέροις Plu.2.39e, etc.; εἴς τινα AP6.257 (Antiphil.); πρός τινα Luc.Rh.Pr.22: pl., envyings, jealousies, heartburnings, Isoc. 15.163, Pl.Lg.679c, 801e, etc.
b a cause for indignation, a reproach, ἀποκτείνειν φθόνος [ἐστὶ] γυναῖκας E.Hec.288.
2 esp. jealousy of the gods (cf. φθονερός 1.2), θεῶν φθόνος A.Pers.362, Ag.947; φ. μὴ γένοιτό τις θεῶν E.Alc.1135: hence abs., τὸν φ. δὲ πρόσκυσον S.Ph.776; εὐλαβούμενος φθόνον D.18.305.
II refusal from feelings of ill-will or refusal from feelings of envy, grudging, φθόνος μὲν οὐδεὶς . . A.Pr.628; οὐδεὶς φθόνος or φθόνος οὐδείς, c. inf., said in granting a request willingly, ἃ τυγχάνω ἀκηκοώς, φ. οὐδεὶς λέγειν Pl.Phd.61d; οὐδεὶς . . φ. αὐτῷ διελθεῖν αὐτά Id.Sph.217a, cf. b. Lg.641d, 664a.
German (Pape)
[Seite 1272] ὁ, Neid, Mißgunst, auch das Beneiden, Mißgönnen; zuerst bei Pind. Ol. 8, 55 I. 6, 39 u. oft; Tragg. oft; Her. 3, 40 u. sonst; ἡ τῶν πολλῶν διαβολὴ καὶ φθόνος Plat. Apol. 28 a; Folgde; – οὐδεὶς φθόνος, recht gern, ich habe Nichts dagegen, vgl. Plat. Phaed. 61 d Soph. 217 b Legg. II, 664 a; – Tadel aus Neid, neidische Verkleinerung, Heruntersetzung, Plat. u. A.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 malveillance, esprit de dénigrement, dépréciation;
2 jalousie, envie : φθόνον ἔχειν éprouver de la jalousie, être envieux, ou au contr. être exposé à l'envie ; au pl. οἱ φθόνοι sentiments ou marques de jalousie ; particul. jalousie des dieux à l'égard des hommes;
3 action de priver de qch par malveillance ou par jalousie ; refus, empêchement : οὐδεὶς φθόνος ESCHL il n'y a aucune difficulté ; avec un inf. : φθόνος οὐδεὶς λέγειν PLAT rien n'empêche de dire.
Étymologie: R. Φθι, amoindrir, détruire ; cf. φθίω, φθίνω.
Russian (Dvoretsky)
φθόνος: ὁ
1 зависть, недоброжелательство (διαβολὴ καὶ φ. Plat.): ὁ φ. λύπη τις ἐπὶ εὐπραγίᾳ (τινός ἐστιν) Arst. зависть есть огорчение по поводу чьего-л. преуспеяния; ἄνευ φθόνου Soph. (говоря) без чувства недоброжелательства, не в обиду будь сказано; ζῇλοί τε καὶ φθόνοι Plut. ревнивые и завистливые чувства; εὐλαβούμενος τὸν φθόνον Dem. остерегаясь возбудить неприязнь; τὸν φθόνον πρόσκυσον, μή … Soph. замоли недоброжелательство (богов), т. е. моли богов, чтобы не …;
2 запрет, нежелание, отказ: ἀποκτείνειν φ. γυναῖκας (sc. ἐστίν) Eur. нельзя убивать женщин; φ. οὐδεὶς λέγειν Plat. (у меня) нет ни малейшего желания не говорить, т. е. охотно расскажу; οὐδεὶς φ. Aesch., Plat., Plut. нет никаких возражений, охотно соглашаюсь.
Greek (Liddell-Scott)
φθόνος: ὁ, ὡς καὶ νῦν, φθόνος, μάλιστα δὲ λύπη ἐπ’ ἀλλοτρίοις ἀγαθοῖς, (Πλάτ. Ὅροι 416Β, Ἀριστ. Ρητ. 2. 10, πρβλ. φθονέω Ι. 1), φθόνος, «ζήλια», Λατ. invidia, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. καὶ Πινδ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εὔνοια, Πλάτ. Νόμ. 635Α· πρὸς τὸ ἔπαινος, Λυσί. 168. 16· φθόνον ἔχω, ἔχω ἢ αἰσθάνομαι φθόνον, ζηλεύω, Αἰσχύλ. Πρ. 859· ἀλλά, φθόνον ἔχω, ὡσαύτως, ἐπισύρω φθόνον ἢ δυσαρέσκειαν, Πινδ. Π. 11. 45, Ἰσοκρ. 95Ε· οὕτω, φθόνον ἀλφάνειν Εὐρ. Μήδ. 297· φθόνῳ χρῆσθαι Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 253Β· κρέσσων οἰκτιρμῶν φθόνος, καλλίτερον νὰ φθονῆταί τις ἢ νὰ εἶναι ἄξιος οἰκτιρμῶν, Πινδ. Π. 1. 164, πρβλ. Ἀνδοκ. 20. 26· πρὸς γὰρ τὸν ἔχονθ’ ὁ φθ. ἕρπει Σοφ. Αἴ. 157, πρβλ. Οἰδ. Τύρ. 380· ἐς τἀπίσημα δ’ ὁ φθ. πηδᾶν φιλεῖ Εὐρ. Ἀποσπ. 296· φθ. ἐστί τινι πρός τινα Θουκ. 2. 45· ― φθόνῳ, διὰ φθόνον, Ἡρόδ. 3. 30, 9. 71, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 1000· ― οὕτω, κατὰ φθόνον Αἰσχύλ. Εὐμ. 686, Πλάτ.· ξὺν φθόνῳ Εὐρ. Ἀνδρ. 780, διὰ φθόνον καὶ ἔριν... τὸν Χρ. κηρύσσουσιν Ἐπιστ. πρὸς Φιλιππ. α΄, 15· ― μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, ἕνεκα φθόνου πρός τινα, τῶν Ἑλλήνων φθόνῳ Ἡρόδ. 8. 124, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 859· Λυσί. 195. 13 (πρβλ. φθονέω Ι. 3)· ἀλλὰ μετὰ γεν. τοῦ ὑποκειμ. θφόνος ἢ ζηλοτυπία ἣν αἰσθάνεται ἄλλος, Εὐρ. Ἄλκ. 1135, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 282Α· ― φθ. ἐπί τινι Πλούτ. 2. 39Ε, κλπ.· εἴς τινα Ἀνθ. Παλατ. 6. 257· πρός τινα Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 22. ― ἐν τῷ πληθ., φθόνοι, αἰσθήματα φθονερά, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 174, Πλάτ. Νόμ. 679C, 801, κλπ. 2) περὶ τοῦ φθόνου, ἢ τῆς ζηλοτυπίας τῶν θεῶν, πρβλ. φθονερὸς Ι. 2, καὶ ἴδε Valck. εἰς Ἡρόδ. 3. 40, Ruhnk Rut. Lup. σ. 75, Blomf εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 368 (362), Ἀγ. 921 (947)· ἐντεῦθεν αἱ φράσεις, τὸν φθόνον δὲ πρόσκυσον Σοφ. Φιλ. 776· εὐλαβούμενος φθόνον Δημ. 327. 13· πρβλ. προσκυνέω Ι. 1, νέμεσις Ι. 2. ΙΙ. ἄρνησις, ἀποποίησις ἐκ φθόνου ἢ δυσμενείας, φθόνος μὲν οὐδείς... Αἰσχύλ. Πρ. 628· οὐδεὶς φθόνος ἢ φθόνος οὐδείς, μετ’ ἀπαρ., λεγόμενον ὅταν παρέχῃ τις τὸ αἰτούμενον προθύμως, ἃ τυγχάνω ἀκηκοώς, φθ. οὐδεὶς λέγειν Πλάτ. Φαίδων 61D· οὐδείς... φθ. αὐτῷ διελθεῖν αὐτὰ ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 217Α, πρβλ. Β, Νόμ. 640D, 664Α· ― οὕτως, ἀποκτείνειν φθόνος [ἐστὶ] γυναῖκας, εἶναι μέμψις καὶ δυσφημία νἀποκτείνῃ τις γυναῖκας, Εὐρ. Ἑκ. 288. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ φθίω, φθίνω.)
English (Slater)
φθόνος (-ος, -ον) envy, illwill μὴ βαλέτω με λίθῳ τραχεῖ φθόνος (O. 8.55) κρέσσον γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος (i. e. to be envied ) (P. 1.85) τὸ δ' ἄχνυμαι, φθόνον ἀμειβόμενον τὰ καλὰ ἔργα (P. 7.19) ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον (P. 11.29) ὁ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος (I. 7.39) [ὁ δ]ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται τῶν πάλαι προθανόντων (Pae. 2.55) παντὶ δ' ἐπὶ φθόνος ἀνδρὶ κεῖται ἀρετᾶς Παρθ. 1. . κενεοφρόνων ἑταῖρον ἀνδρῶν (sc. φθόνον) fr. 212.
English (Strong)
probably akin to the base of φθείρω; ill-will (as detraction), i.e. jealousy (spite): envy.
English (Thayer)
φθόνου, ὁ, from (Pindar and) Herodotus down, envy: διά φθόνον, for envy, i. e. prompted by envy (see διαφθονος B. II:2b.), Dio Cassius, 44,36); πρός φθόνον ἐπιποθεῖ τό πνεῦμα ὁ κατῴκησεν (but see κατοικίζω) ἐν ἡμῖν; doth the Spirit which took up its abode within us (i. e. the Holy Spirit) long enviously? (see πρός, I:3g.), T (WH in second marginal reading) drop the interrogative); see on the passage Grimm in the Theol. Studien und Kritiken for 1854, p. 934ff. (Synonym: see ζῆλος, 2at the end.)
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και φτόνος Ν
το αρνητικό αίσθημα της λύπης που νιώθει κανείς για την υπεροχή, τη χαρά ή την ευτυχία του άλλου, ζηλοφθονία
αρχ.
1. άρνηση που οφείλεται στο παραπάνω αίσθημα ή σε δυσμένεια
2. αιτία μομφής και δυσφημίας («ἀποκτείνειν φθόνος γυναῖκας [ἐστί]», Ευρ.)
3. στον πληθ. oἱ φθόνοι
φθονερά αισθήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. ουσ., δηλωτικό δράσης, ενέργειας, το οποίο έχει τη μορφή ενός μεταρρηματικού παρ. σχηματισμένου από την ετεροιωμένη βαθμίδα μιας ρίζας φθεν- (πρβλ. πόνος: πένομαι, τρόπος: τρέπω). Κατά μία άποψη, το θ. φθεν- μπορεί να αναχθεί σε μια μορφή gwdh-en- της ΙΕ ρίζας gwedh- «σπρώχνω, πληγώνω, καταστρέφω» (πρβλ. λιθουαν. gendu, gesti «χάνομαι, καταστρέφομαι»). Κατ' άλλη άποψη, η λ. μπορεί να συνδεθεί με έναν αβεστ. τ. α-γžō. nva-mna- «αυτός που δεν ελαττώνεται, αμείωτος» και να αναχθεί, επομένως, σε μια ρίζα—με αρκτικό ηχηρό δασύ χειλοϋπερωικό gzwh- (πρβλ. φθείρω, φθίνω) όπως φαίνεται και από το σύμπλεγμα -γž- του αβεστ. τ.— με σημ. «μειώνω», οπότε αρχικά η λ. φθόνος θα σήμαινε τη μείωση της αξίας κάποιου, την υποτίμησή του από ζηλοφθονία. Ωστόσο, και οι δύο αυτές απόψεις, όπως και η σύνδεση με το ρ. θέσσασθαι «ζητώ με προσευχή, προσεύχομαι» (πρβλ. πόθος) δεν θεωρούνται πιθανές. Ο νεοελλ. τ. φτόνος έχει προέλθει με ανομοίωση τών τριβόμενων φθόγγων /f/ και /θ/, πρβλ. φθάνω: φτάνω].
Greek Monotonic
φθόνος: ὁ,
I. 1. κακή διάθεση, φθόνος, ζήλια, Λατ. invidia, σε Ηρόδ. κ.λπ.· φθόνον ἔχειν, αισθάνομαι φόνο ή ζήλια, σε Αισχύλ.· αλλά επίσης, επισύρω φθόνο ή δυσαρέσκεια, σε Πίνδ.· επίσης φθόνον ἀλφάνειν, σε Ευρ. κ.λπ.· με γεν. αντικ., φθόνος για, ζήλια για, τῶν Ἑλλήνων φθόνῳ, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αλλά με γεν. υποκ., φθόνος ή ζήλια που νιώθει κάποιος, σε Ευρ. κ.λπ.· σε πληθ., φθόνοι, ζήλιες, κρυφά μίση, σε Ισοκρ.
2. η ζήλια είχε αποδοθεί στους θεούς, τὸν φθόνον πρόσκυσον, αποδοκιμάζουν το φθόνο, σε Σοφ.
II. κακόβουλη ή φθονερή άρνηση, οὐδεὶς φθόνος, με απαρ., λέγεται όταν εκπληρώνεται μια παράκληση καλοθέλητα, σε Πλάτ.· ομοίως, ἀποκτείνει φθόνος (ἐστί), είναι φθονερό, δεν τολμώ να πω, σε Ευρ.
Middle Liddell
φθόνος, ὁ,
I. ill-will, envy, jealousy, Lat. invidia, Hdt., etc.; φθόνον ἔχειν to feel envy or jealousy, Aesch.; but, also, to incur envy or dislike, Pind.; so, φθόνον ἀλφάνειν Eur., etc.:—c. gen. objecti, envy for, jealousy of, τῶν Ἑλλήνων φθόνῳ Hdt., etc.; but c. gen. subjecti, envy or jealousy felt by another, Eur., etc.:— in plural envyings, jealousies, heartburnings, Isocr.
2. jealousy was ascribed to the gods, τὸν φθόνον πρόσκυσον deprecate their jealousy, Soph.
II. refusal from ill-will or envy, οὐδεὶς φθόνος, c. inf., said when you grant a request willingly, Plat.; so, ἀποκτείνειν φθόνος ἐστί 'tis invidious, I dare not tell, Eur.
Frisk Etymology German
φθόνος: {phthónos}
Grammar: m.
Meaning: Neid, Mißgunst (Pi., ion. att.).
Composita: Als Hinterglied z. B. in ἄφθονος neidlos, unbeneidet, gew. freigebig, reichlich (seit h. Ap., Hes.; verfehlt Richardson Hermathena 54, 124ff., s. Risch Glotta 35, 58) mit ἀφθονία f. Überfluß (Pi., ion. att.).
Derivative: Davon φθονερός neidisch, mißgönnend (Thgn., Pi., ion. att.) mit -ερία f. Neid (Arist. u.a.). Verb φθονέω, auch m. ἐπι-, ὑπο- u.a., beneiden, mißgönnen, verweigern (seit Il.; denominativ od. kausativiterativ, s.u.) mit -ησις f. das Beneiden, Mißgunst (S. Tr. 1212), -ητικός neidisch (sp.).
Etymology: Etymologisch und morphologisch mehrdeutig. Zwei Zerlegungen sind möglich: φθόνος zu einem Verb *φθεν- (wozu φθονέω kausativ od. iterativ?) wie κτόνος, πόνος, oder φθόνος mit ν-Suffix zu einem schwundstufigen φθ- wie κλόνος, θρόνος. Für die erste Alternative schon Benfey mit Anknüpfung an aw. aɣžō.nvamnəm (gelesen aɣžanv-) sich nicht mindernd; φθόνος somit eig. ‘(neidische) Verkleinerung, Herabsetzung’ (WP. 1, 699). Für die zweite Möglichkeit Kuiper Nasalpräs. 65 unter Hinweis auf lit. gendù, gèsti zugrunde gehen, Schaden nehmen aus *ged-ti, idg. gʷedh- (weiteres s. WP. 1, 672f. mit viel Zweifelhaftem oder Unhaltbarem, Pok. 466; anders, unwahrscheinlich, über gèsti Fraenkel s.v.); semantisch wenig befriedigend. — Gegen Anschluß an θέσσασθαι, πόθος (Osthoff MU 4, 374) Bq mit Kretschmer KZ 31, 431 f.
Page 2,1016
Chinese
原文音譯:fqÒnoj 弗拖挪士
詞類次數:名詞(9)
原文字根:嫉妒
字義溯源:惡意*,嫉妒心,嫉妒,妒忌;或出自(φθείρω)=毀壞*)
同源字:1) (φθονέω)嫉妒 2) (φθόνος)惡意
出現次數:總共(9);太(1);可(1);羅(1);加(1);腓(1);提前(1);多(1);雅(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 嫉妒(8) 太27:18; 可15:10; 羅1:29; 加5:21; 腓1:15; 提前6:4; 多3:3; 彼前2:1;
2) 嫉妒麼(1) 雅4:5
English (Woodhouse)
dislike, envy, grudge, grudging, malice, odium, offence, refusal, spite, refusal to give, unwillingness to grant a thing
Mantoulidis Etymological
Ἴσως συγγενικό μέ τό φθίνω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φθονερός, φθονέω -ῶ, φθόνησις, φθονητέον, φθονητικός, φθονητός, ἀφθόνητος, ἄφθονος, ἀφθονία, ὑπόφθονος.
Translations
envy
Albanian: zili; Arabic: حَسَد; Egyptian Arabic: حسد; South Levantine Arabic: حسد, غيرة; Armenian: նախանձ; Asturian: enveya; Azerbaijani: həsəd, paxıllıq; Belarusian: зайздрасць, завісць; Bulgarian: завист; Catalan: enveja; Cherokee: ᎠᏓᏛᏳᏤᎯ; Chinese Mandarin: 妒嫉, 羡慕; Czech: závist; Danish: misundelse; Dutch: afgunst, nijd; Estonian: kadedus; Faroese: øvundsjúka, øvund; Finnish: kateus; French: envie, jalousie, convoitise; Galician: envexa; Georgian: შური; German: Neid; Greek: φθόνος; Ancient Greek: ἄγη, βασκανία, ζᾶλος, ζῆλος, ζηλοτυπία, ζήλωσις, μέγαρσις, τὸ ἐπίφθονον, τὸ ὕποπτον, ὑποψία, ὑποψίη, ὑφοψία, φθόνος; Hausa: hassadā̀; Hebrew: קנאה; Hindi: ईर्ष्या; Hungarian: irigység; Indonesian: dengki, cemburu, iri; Irish: formad; Old Irish: format; Italian: invidia; Japanese: 嫉妬, ねたみ; Javanese: iri; Kapampangan: rirya; Korean: 부러움, 질투; Latin: invidia; Latvian: skaudība; Lithuanian: pavỹdas; Macedonian: завист; Maori: tarahae, harawene, pūhaehae, wenerau, pūngaengae; Middle English: envie; Navajo: oochʼį́į́d; Norwegian Bokmål: misunnelse; Nynorsk: misunning, avund; Occitan: enveja; Old Church Slavonic Cyrillic: зависть; Old English: æfest; Old Norse: ǫfund; Oromo: hinaaffii; Persian: حسادت, رشک, حسد; Plautdietsch: Aufgonst; Polish: zazdrość, zawiść; Portuguese: inveja, ciumes; Romanian: invidie; Russian: зависть; Sanskrit: ईर्षा; Scottish Gaelic: farmad, eud; Serbo-Croatian Cyrillic: завист, љубомора, јал; Roman: závist, ljubòmora, jal; Silesian: zŏwiść; Slovak: závisť; Slovene: zavist; Spanish: envidia, pelusa; Swahili: wivu; Swedish: avund; Tagalog: inggit; Tajik: ҳасад, рашк; Telugu: ఈర్ష్య, ఈసు, అసూయ; Thai: ความริษยา, ความอิจฉา; Turkish: kıskançlık, haset; Ukrainian: заздрість, зависть; Uzbek: hasad, rashk; Welsh: eiddigedd; Zazaki: peğiley, haset c
jealousy
Albanian: xhelozi; Arabic South Levantine Arabic: غيرة; Armenian: նախանձ; Belarusian: зайздрасць, завісць; Bulgarian: завист; Catalan: gels; Czech: závist; Danish: misundelighed; Dutch: nijd, afgunst; Finnish: kateus; French: jalousie; Georgian: შურიანობა, შური; German: Mißgunst; Greek: ζήλια; Ancient Greek: ἄγη, βασκανία, ζᾶλος, ζῆλος, ζηλοτυπία, ζήλωσις, μέγαρσις, τὸ ἐπίφθονον, τὸ ὕποπτον, ὑποψία, ὑποψίη, ὑφοψία, φθόνος; Latin: invidia, zelus; Macedonian: завист; Magahi: 𑂙𑂰𑂯; Malayalam: അസൂയ; Ngazidja Comorian: wivivu; Old English: andung; Polish: zawiść, zazdrość; Russian: зависть; Scottish Gaelic: eud; Serbo-Croatian Cyrillic: завист; Roman: závist; Slovak: závisť; Slovene: zavist; Swedish: avund, avundsjuka; Ukrainian: заздрощі, заздрість, зависть
grudge
Albanian: mëllë; Arabic: بُغْض, ضَغِينَة; Bashkir: үпкә; Bulgarian: недоволство, неприязън; Burmese: အာဃာတ; Catalan: rancor, rancúnia; Chinese Mandarin: 怨恨; Czech: zášť, nevraživost, averze; Danish: nag, uvilje; Dutch: rancune, wrok; Estonian: vimm sg; Finnish: kauna, närä; French: rancune; Galician: xenreira, rancor; German: Groll, Neid; Greek: μνησικακία, άχτι, μανιάτικο; Ancient Greek: κότος, μῖσος; Hiligaynon: kadúmut, kahíkaw; Hindi: डाह; Hungarian: neheztelés, harag, ellenérzés, ellenszenv; Irish: olc, fala; Italian: rancore, risentimento, astio; Japanese: 恨み,怨; Ladino: garez, rankor; Macedonian: горчина, огорченост, злоба, непријателство, лутина; Malay: dendam; Maori: ahikauri, ngaukino; Norwegian Bokmål: nag; Old English: æfþanc; Polish: uraza; Portuguese: rancor, ressentimento; Quechua: chiqniy; Romanian: pică, pizmă, ranchiună; Russian: неприязнь, обида, злоба; Sanskrit: असूया; Serbo-Croatian: kivnost, resentiman, kivnja; Spanish: rencor, manía; Swedish: agg; Tagalog: hinanakit; Telugu: పగ; Turkish: kin, hınç, garez; Welsh: cenfigen, gwenwyn; Yiddish: פֿאַריבל