ὁ,
A f.l. for τεινεσμός in Nic.Al.382, Hsch.
[Seite 1108] ὁ, f. L. für τεινεσμός.
τηνεσμός: ὁ, ἕτερος τύπος τοῦ τεινεσμός, Νικ. Ἀλεξιφ. 382, ἔνθα ἴδε Schneid. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τηνεσμός· νόσημα περὶ τὰ ἔντερα».
ὁ, Αβλ. τεινεσμός.