ἱμάντα, Ἡρακλέων, Hsch. (perh. cf. εὔληρα).
και ταυληρόνια, Α(κατά τον Ησύχ.) «ἱμάντα, Ἡρακλέων».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχετίζεται πιθ. με τον τ. εὔληρα / αὔληρα.