ταυληρόντα

Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

ἱμάντα, Ἡρακλέων, Hsch. (perh. cf. εὔληρα).

Greek Monolingual

και ταυληρόνια, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἱμάντα, Ἡρακλέων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχετίζεται πιθ. με τον τ. εὔληρα / αὔληρα.