ταυληρόντα

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυληρόντα Medium diacritics: ταυληρόντα Low diacritics: ταυληρόντα Capitals: ΤΑΥΛΗΡΟΝΤΑ
Transliteration A: taulērónta Transliteration B: taulēronta Transliteration C: tavlironta Beta Code: taulhro/nta

English (LSJ)

ἱμάντα, Ἡρακλέων, Hsch. (perhaps cf. εὔληρα).

Greek Monolingual

και ταυληρόνια, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἱμάντα, Ἡρακλέων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχετίζεται πιθ. με τον τ. εὔληρα / αὔληρα.