υπερεκθεραπεύω
Greek Monolingual
Α
με υπερβολικές περιποιήσεις προσπαθώ να κερδίσω την εύνοια κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἐκθεραπεύω «με περιποιήσεις κάνω φίλο μου κάποιον»].
Α
με υπερβολικές περιποιήσεις προσπαθώ να κερδίσω την εύνοια κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἐκθεραπεύω «με περιποιήσεις κάνω φίλο μου κάποιον»].