υποδηματοποιία

Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν·1. η τέχνη κατασκευής υποδημάτων
2. η βιοτεχνία ή η βιομηχανία κατασκευής υποδημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποδηματοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].