-η, -ο / ὑψίκομος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -όμη Α(για δέντρο) αυτός που έχει το φύλλωμά του ψηλάαρχ.1. αυτός του οποίου οι βόστρυχοι είναι δεμένοι ψηλά2. (για όρος) υψικόρυφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. οξύ-κομος].