υψικόρυφος

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει ψηλή κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κορυφή.