χειραφεσία

Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

ἡ, =

   A emancipatio; χειρ-αφετέω, = emancipare; and χειρ-άφετος, = emancipatus, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

χειραφεσία: ἡ, τὸ χειραφετεῖν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ χειράφετος
χειραφέτηση
νεοελλ.
(νομ.) ειδική νομική πράξη με την οποία οι ανήλικοι αποκτούν διεύρυνση τών νόμιμων ορίων της δικαιοπρακτικής ικανότητάς τους.