υδατοστεγής
Greek Monolingual
-ές, Ν
αδιαπέρατος από το νερό, στεγανός, υδροστεγής.
επίρρ...
υδατοστεγώς
με υδατοστεγή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + -στέγης (< στέγος < στέγω), πρβλ. αερο-στεγής. Η λ., μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].