στέγω

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέγω Medium diacritics: στέγω Low diacritics: στέγω Capitals: ΣΤΕΓΩ
Transliteration A: stégō Transliteration B: stegō Transliteration C: stego Beta Code: ste/gw

English (LSJ)

used by early writers mainly in pres. and impf.: fut. στέξω dub. cj. in D.S.11.29: aor.
A ἔστεξα Plb.8.12.5, Plu.Alex.35, etc.:—Med., aor. ἐστέξατο cj. for ἐδέξατο in AP13.27 (Phal.):—Pass., aor. ἐστέχθην Simp. in Epict.p.117 D.:—cover closely, so as to keep a fluid either out or in, Pl.Ti.78a (of fire):
A keep out water, δόμος ἅλα στέγων a house that keeps out the sea, i.e. a good ship, A.Supp.135 (lyr.): abs., νῆες οὐδὲν στέγουσαι not watertight, Th.2.94; εὐνὰς τοιαύτας οἵας.. στέγειν.. ἱκανὰς εἶναι Pl.R. 415e, cf. Ti. 45c, Cra.412d; τῇ.. στεγούσῃ γῇ in the impervious earth, Id.Criti. 111d; συμμύει καὶ στέγει, of timber, Thphr. HP 5.7.4, cf. 5.4.5; οἰκία στέγουσα IG22.2498.23, cf. 12(5).568.12 (Ceos, v/iv B.C.):—so in Med., στέγετο.. ὄμβρους kept off the rain from himself, Pi.P.4.81; νεῦς οὐκ ἐστέξατο κῦμα APl.c. (v. supr.); ταῦτα δὲ παρέξοντι οἰκοδομημένα καὶ στεγόμενα καὶ τεθυρωμένα Tab.Heracl.1.142.
2 of other things, fend off, repel, οὔτε οἱ πῖλοι ἔστεγον τὰ τοξεύματα Th.4.34; δόρυ πολέμιον στέγειν A.Th.216; στέγων γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ' ib.1014; σ. τὰς πληγάς Ar.V.1295; στέγει ἡ σὰρξ τὸ προσπῖπτον θερμόν Arist. Pr.889a11.
3 later, bear up, sustain, support, ἡ θάλαττα.. σ. τὰ βάρη Id.Fr.217; σ. τὸν ὄροφον J.AJ5.8.12; τοῦ κρυστάλλου στέγοντος τὰς διαβάσεις στρατοπέδων D.S.3.34; bear up against, endure, resist, τὴν ἐπιφοράν, ἔφοδον, Plb.3.53.2, 18.25.4, cf. SIG700.23 (Lete, ii B.C.); σ. νόσον AP11.340 (Pall.); τὸ δυσῶδες Memn.2.4; τὰς ἐνδείας Ph.2.526; ἡ ἀγάπη.. πάντα στέγει 1 Ep.Cor.13.7, cf. 9.12: abs., contain oneself, hold out, στέγειν, καρτερεῖν Lyr.Alex.Adesp.1.30, cf. 1 Ep.Thess.3.1,5; ἔστεξα ἕως ἔλθῃς POxy.1775.10 (iv A.D.) (in S.OT 11 στέξαντες is f.l. for στέρξαντες).
B keep in, hold water, etc., δάκρυον ὄμματ' οὐκέτι στέγει prob.f.l. in E.IA888 (troch.); οὐκ ἂν δυναίμην μὴ στέγοντα πιμπλάναι I could not fill leaky vessels, Id.Fr.899; ὕδωρ σ., of a vessel, Pl.R. 621a: metaph., τὴν ψυχὴν κοσκίνῳ ἀπῄκασε.. τετρημένην, ἅτε οὐ δυναμένην στέγειν δι' ἀπιστίαν καὶ λήθην Pl.Grg. 493c; [ψυχὴν] στέγουσαν οὐδέν Id.Lg.714a; in Id.R.586b, τὸ στέγον ἑαυτῶν prob. means the continent part of each man, cf. στεγανός II.4.
II generally, contain, hold, ἄγγος σῶμα τοὐκείνου σ. S.El.1118, cf. E.Ion1412; ὄχλον σ. δῶμα Id.Hipp. 843.
III shelter, protect, πύργοι πόλιν στέγουσιν S.OC15 codd., cf. A.Th.797: metaph., ὅρκος σ. τὴν ὁμόνοιαν αὐτῶν D.S.11.29 (cj.); τὸ ξύλον ἔστεξεν ἡ γῆ retained and cherished it, so that it struck root, Plu. Rom.20, cf. Alex.35.
2 conceal, keep hidden, κακόν τι κεύθεις καὶ στέγεις ὑπὸ σκότῳ E.Ph.1214; ἥξει... κἂν ἐγὼ σιγῇ στέγω S.OT341; τί χρὴ στέγειν ἢ τί λέγειν; Id.Ph.136 (lyr.); τὸ γὰρ γυναιξὶν αἰσχρὸν σὺν γυναῖκα χρὴ στέγειν Id.Fr.679; σ. τἀμὰ καὶ σ' ἔπη E.El.273; στέξαι τὸ κριθέν Plb.4.8.2:—Pass., to be kept secret, Th.6.72; παρ' ὑμῶν εὖ στεγοίμεθ' let my counsel be kept secret by you, S.Tr.596.
IV close up, in Pass., τὰ τῶν ἀγγείων στόματα στεγόμενα Paul.Aeg.6.7. (Cf. Skt. sthagati 'cover, hide', Lat. tego, Engl. thatch.)

German (Pape)

[Seite 932] lat. tego, decken, bedecken, beschützen; στέγει δὲ πύργος, Aesch. Spt. 779; πύργοι, οἳ πόλιν στέγουσιν, Soph. O. C. 15; daher = in sich enthalten, τόδ' ἄγγος ἴσθι σῶμα τοὐκείνου στέγον, El. 1107; auch = mit Stillschweigen bedecken, verschweigen, τί χρὴ στέγειν ἢ τί λέγειν, Phil. 136; vollständig, ἥξει, κἂν ἐγὼ σιγῇ στέγω, O. R. 341; κακόν τι στέγεις ὑπὸ σκότῳ, Eur. Phoen. 1220; δάκρυον ὄμματ' οὐκέτι στέγει, I. A. 888, kann die Thräne nicht mchr zurückhalten; οὕτω γὰρ ἅτε κρύπτεσθαι δεῖ, μᾶλλον ἂν στέγεσθαι, Thuc. 6, 72, u. öfter; οὗ τὸ ὕδωρ ἀγγεῖον οὐδὲν στέγει, Plat. Rep. X, 621 a, vgl. Critia. 111 d, u. öfter; ἀσπίδες στέγουσι τὰ σώματα, Xen. Cyr. 7, 1, 33, v.l. στεγάζουσι; Pol. στέγειν τὸ κριθέν, 4, 8, 2, wie οὐκ ἔστεξε τὸν λόγον, verschwieg ihn nicht, 8, 14, 5; – abhalten, abwehren, τί, Aesch. πύργον στέγειν εὔχεσθε πολέμιον δόρυ, Spt. 198, vgl. Suppl. 128; auch med., παρδαλέᾳ στέγετο ὄμβοους, Regengüsse von sich abhalten, abwehren, Pind. P. 4, 81; εὖ κατηρέψασθε κεράμῳ τὸ νῶτον, ὥςτε τὰς πληγὰς στέγειν, Ar. Vesp. 1295; Plat. Tim. 78 e; τὴν ἐπιφορὰν τῶν βαρβάρων, Pol. 3, 53, 2; D. Sic. 11, 32; – ναῦς οὐκ ἐστέξατο κύμα, Phalaec. ep., d. i. das Schiff wurde leck; u. so bes. Feuchtigkeit abhalten, νῆες οὐδὲν στέγουσαι, Thuc. 7, 94; vgl. οἰκία στέγουσα, Inscr. 103, sarta tecta; auch = eine Feuchtigkeit in sich halten, nicht auslaufen lassen. – Bei Sp. übh. aushalten, ertragen, dulden, Anthol. u. A., wie N.T.

French (Bailly abrégé)

f. στέξω, ao. ἔστεξα, pf. inus.
Pass. seul. prés. et ao. ἐστέχθην;
I. couvrir :
1 au pr. couvrir, recouvrir, acc.;
2 protéger, défendre;
3 cacher, tenir caché ; Pass. être tenu secret;
4 contenir, renfermer ; particul. tenir renfermé, ne pas laisser échapper en parl. d'eau, d'humidité;
II. supporter, résister à, acc. ; particul. en parl. de l'eau δόμος ἅλα στέγων ESCHL maison qui empêche l'eau de la mer de pénétrer, càd un navire ; νῆες οὐδὲν στέγουσαι THC vaisseaux qui n'empêchent rien de pénétrer, càd qui font eau de toutes parts ; empêcher de pénétrer, repousser.
Étymologie: R. Στεγ, couvrir ; cf. στέγη, στέγος, lat. tego.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στέγω, aor. ἔστεξα tegenhouden niet naar binnen laten, niet toelaten buiten houden, niet doorlaten, vaak van water:. ἅλα σ. het zeewater buiten houden Aeschl. Suppl. 135; νῆες οὐδὲν στέγουσαι schepen die overal water doorlieten Thuc. 2.94.3; στέγειν τὰ μείζω de grotere elementen buiten houden Plat. Tim. 78a. uitbr. afweren, tegenhouden, beschermen tegen:; οὔτε … οἱ πῖλοι ἔστεγον τὰ τοξεύματα hun hoeden boden geen bescherming tegen de pijlen Thuc. 4.34.3; med. zich beschermen tegen. Pind. niet naar buiten laten binnenhouden, vasthouden, bevatten, vaak van vloeistoffen:. οὗ τὸ ὕδωρ ἀγγεῖον οὐδὲν στέγειν waarvan geen enkel vat het water kan bevatten Plat. Resp. 621a; τόδ’ ἄγγος ἴσθι σῶμα τοὐκεῖνου στέγον weet dat deze urn het lichaam van die man bevat Soph. El. 1118; δακρύων νάματ’ οὐκέτι στέγω ik kan de stromen van tranen niet meer binnenhouden Eur. IA 888. overdr. verborgen houden, verbergen, verzwijgen:. τί χρή με στέγειν, ἢ τί λέγειν; wat moet ik verborgen houden, of wat moet ik zeggen? Soph. Ph. 136. later verdragen, doorstaan:. (ἡ ἀγάπη) πάντα στέγει (liefde) verdraagt alles NT 1 Cor. 13.7.

Russian (Dvoretsky)

στέγω: (преимущ. praes. и impf.; fut. στέξω, aor. ἔστεξα; редко med.)
1 быть плотно закрытым, водонепроницаемым, непроницаемым (νῇες στέγουσαι Thuc.);
2 задерживать, не пропускать (внутрь или наружу) (στέγεσθαι ὄμβρους Pind.): δόμος ἅλα στέγων Aesch. не пропускающее морской воды судно; δάκρυον ὄμματ᾽ οὐκέτι στέγει Eur. глаза уже не могут удержаться от слез; μὴ στεγόντα (sc. ἀγγεῖα) Eur. дырявые сосуды; οὐ δυνάμενος σ. διὰ λήθην Plat. не могущий (ничего) удержать вследствие забывчивости;
3 отражать, отбивать (ἐχθρούς Aesch.; τὴν ἐπιφορὰν τῶν βαρβάρων Polyb.): σ. τὰς πληγάς Arph. защищать от ран;
4 прикрывать, охранять, защищать, оберегать (πόλιν Soph.; τὰ σώματα Xen.);
5 выдерживать, выносить (βάρος Polyb.; νόσον Anth.; πάντα NT);
6 прятать, скрывать (ὑπὸ σκότῳ τι Eur.; τὸ αἰσχρόν Soph.): σιγῇ σ. Soph. умалчивать, хранить в тайне;
7 содержать в себе, вмещать: σ. πλήρωμά τι Eur. быть чем-л. наполненным.

Greek (Liddell-Scott)

στέγω: ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις κυρίως ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ.· μέλλ. στέξω Διόδ. 11. 29· ἀόρ. ἔστεξα Πολυβ. 8. 14, 5, Πλούτ., κλπ., ἴδε ἐν τέλ. -Μέσ., ἀόρ. ἐστέξατο Ἀνθ. Π. 13. 27. - Παθ., ἀόρ. ἐστέχθην Σιμπλίκ. (Ἐκ τῆς √ΣΤΕΓ παράγονται ὡσαύτως τὰ στέγη, στέγος, στεγανός, στεγνός· πρβλ. Σανσκρ. sthag, sthag-âmi Λιθ. steg-iu (tego), stog-as (tectum). -Ἡ ῥίζα αὕτη ἀποβάλλει τὸ ἀρκτικὸν σ ἐν τοῖς τέγος, τέγη· Λατ. teg-o, teg-imen, teg-ula, tug-nrium, tec-tum· Ἀρχ. Σκανδ. pk-ja· Ἀγγλο-Σαξον. pecc-an· Ἀρχ. Σκαν. pak (Σκωτ. thack, Ἀγγλ. thatch)· Ἀργ. Γερμ. dak-ju (decke)). Καλύπτω ἑρμητικῶς, στενώτατα, καὶ οὕτως ὥστε νὰ μὴ δύναται τὸ ὕδωρ νὰ εἰσέλθῃ, δόμος ἅλα στέγων, οἰκία ἀποκλείουσα τὸ ὕδωρ, δηλ. καλὸν πλοῖον, Αἰσχύλ. Ἱκ. 134· ἀπολ., νῆες οὐδὲν στέγουσαι, μὴ ἀποκλείουσαι τὸ ὕδωρ, πλοῖα «κάμνοντα νερά», Θουκ. 2. 94· εὐνὰς τοιαύτας ὥστε... στέγειν... ἱκανὰς εἶναι Πλάτ. Πολ. 415Ε, πρβλ. Τίμ. 45C, Κρατ. 412D· τῇ... στεγούσῃ γῇ, ἐν τῇ ἀδιαβρόχῳ, ἀδιαπεράστῳ γῇ, ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 111D· ξύλα.. συμμύει καὶ στέγει Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 4, πρβλ. 5. 4, 5· οἰκία στέγουσα καὶ ὀρθή, (ὡς ἤδη ἀνεγνώσθη), Συλλ. Ἐπιγρ. 103 ἐν τέλ.· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ,. στέγεσθαι ὄμβρους, ἀποκλείω τὴν βροχήν, Πινδ. Π. 4. 144· ναῦς οὐκ ἐστέξατο κῦμα Ἀνθ. Π. ἔνθ' ἀνωτ.· παρέχειν στεγόμενα (ἐξυπακ. τὰ οἰκοδομήματα) Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 142. 2) ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, ἀποκλείω, ἀποκρούω, ἀπωθῶ, πῖλοι οὐκ ἔστεγον τοξεύματα Θουκ. 4. 34· δόρυ πολέμιον στέγειν Αἰσχύλ. Θήβ. 216· στέγων γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ’ αὐτόθι 1009· στ. τὰς πληγὰς Ἀριστοφ. Σφ. 1295. 3) μεταγεν., ἀνέχω, βαστάζω, ὑποστηρίζω, ὑποβαστάζω, ἡ θάλαττα ... στ. τὰ βάρη Ἀριστ. Ἀποσπ. 209· στ. τὸν ὄροφον Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 8, 12· ὁ κρύσταλος στ. τὰς διαβάσεις στρατοπέδων Διόδ. 3. 34· βαστάζω· ὑπομένω, ἐμμένω, ἀνθίσταμαι, Πολύβ. 3. 53, 2., 18. 8, 4, κτλ.· στ. νόσον Ἀνθ. Π. 11. 340· βάρος αὐτόθι 6. 93· τὸ δυσῶδες Μέμνων παρὰ Φωτ. Βιβλ. § 224· τὰς ἐνδείας Φίλων 974C ἔκδ. Heschel· ἡ ἀγάπη στ. πάντα Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. ιγ΄, 7, πρβλ. θ΄, 12· ― ἀπολ., συνέχω, συγκρατῶ ἐμαυτόν, ὑπομένω, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Θεσσ. γ΄, 1 καὶ 5· ― ἐν Σοφ. Ο. Τ. 11 Ἀντιγραφεύς τις ἔγραψε στέξαντες ἐπὶ τῆς μεταγενεστ. ταύτης σημασ. ἀντὶ στέρξαντες. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τοῦ καλυπτομένου πράγματος, καλύπτω, στεγάζω, σκεπάζω, προστατεύω, ὑπερασπίζω, πύργοι πόλιν στέγουσιν Σοφ. Ο. Κ. 15, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 797, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 33· ― μεταφορ., ὅρκος στ. τὴν ὁμόνοιαν αὐτῶν Διόδ. 11. 29· ἡ γῆ ἔστεξε ξύλον, τὸ ἐκράτησε καὶ τὸ ἔθρεψεν ὥστε ἀπέκτησε ῥίζας, Πλουτ. Ρωμ. 20, πρβλ. Ἀλέξ. 35. 2) καλύπτω, συγκαλύπτω, συγκρύπτω, κακόν τι κεύθεις καὶ στέγεις ὑπὸ σκότῳ Εὐρ. Φοίν. 1214· ἥξει ..., κἂν ἐγὼ σιγῇ στέγω Σοφ. Ο. Τ. 341· τί χρὴ στέγειν ἢ τί λέγειν; ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 136· τὸ γὰρ γυναιξὶν αἰσχρὸν ἐν γυναιξὶ χρὴ στέγειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 609· στ. τἀμὰ καὶ σ’ ἔπη Εὐρ. Ἠλ. 273. ― Παθητ., τηροῦμαι μυστικός, Θουκ. 6. 72· παρ’ ὑμῶν εὖ στεγοίμεθ’, τὸ σχέδιόν μου ἂς τηρηθῇ μυστικὸν παρ’ ὑμῶν, Σοφ. Τρ. 596. Β. συγκρατῶ ὕδωρ, ἐγκλείω ὥστε νὰ μὴ δύναται νὰ ἐξέλθῃ «κρατῶ», δάκρυον ὄμματ’ οὐκέτι στέγει Εὐρ. Ι. Α. 888· οὐκ ἂν δυναίμην μὴ στέγοντα πιμπλάναι, δὲν θὰ ἠδυνάμην νὰ γεμίσω ἀγγεῖα μὴ συγκρατοῦντα τὸ ὕδωρ (δηλ. τὰ ὁποῖα γλείφουν), ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 891· ὕδωρ στ., ἐπὶ ἀγγείου, Πλάτ. Πολ. 621Α· ὡσαύτως, στ. τὸ πῦρ, τὸ συγκρατῶ, τὸ φυλάττω ἐντός μου, ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 78Α, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 8. 19· ― μεταφορ., τὴν ψυχὴν κοσκίνῳ ἀπείκασε ... τετρημένην, ἅτε οὐ δυναμένην στέγην δι’ ἀπιστίαν καὶ λήθην Πλάτ. Γοργ. 493C· [ψυχὴν] στέγουσαν οὐδὲν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 714A· τὸ οὐ στέγον ἑαυτῶν, τὸ ἀκρατὲς μέρος τῶν ἀνθρώπων, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 586B, ἀκολούθως, ΙΙ. καθόλου, περιέχω, κρατῶ, «βαστῶ», «χωρῶ», περιλαμβάνω, ἄγγος στ. σῶμα τοὐκείνου Σοφ. Ἠλ. 1118, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 1412· ὄχλον στ. δῶμα ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 843.

English (Slater)

στέγω med., c. acc., protect oneself against ἀμφὶ δὲ παρδαλέᾳ στέγετο φρίσσοντας ὄμβρους (P. 4.81)

English (Strong)

from στέγη; to roof over, i.e. (figuratively) to cover with silence (endure patiently): forbear, bear, suffer.

English (Thayer)

(allied with Latin tego, toga, English deck, thatch, etc.; Curtius, § 155 Fick Part 3:590); to cover;
1. to protect or keep by covering, to preserve: Sophocles, Plato, Plutarch, others.
2. to cover over with silence; to keep secret; to hide, conceal: ταμα ἔπη, Euripides, Electr. 273; τόν λόγον, Polybius 8,14, 5; for other examples see Passow, under the word, 1b. β.; (Liddell and Scott, under the word, II:2); μωρός οὐ δυνήσεται λόγον στέξαι, ἡ ἀγάπη πάντα στέγει, love covereth (so R. V. marginal reading), i. e. hides and excuses, the errors and faults of others; but it is more appropriately rendered (with other interpreters) beareth. For στέγω means
3. by covering to keep off something which threatens, to bear up against, hold out against, and so to endure, bear, forbear (τάς ἐνδείας, Philo in Flacc. § 9; many examples from Greek authors from Aeschylus down are given by Passow, under the word, 2; (Liddell and Scott, under the word, A. especially 3)): 1 Thessalonians 3:1,5.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. στεγάζω, σκεπάζω με στέγη
2. πωματίζω, βουλώνω
αρχ.
1. καλύπτω ερμητικά
2. στεγανοποιώ κάτι ώστε να μην μπορεί να περάσει το νερό («εὐνὰς τοιαύτας οἵας... στέγειν... ἱκανὰς εἶναι», Πλάτ.)
3. αποκρούω, απωθώοὔτε οἱ πῖλοι ἔστεγον τὰ τοξεύματα», Θουκ.)
4. υποστηρίζω, υποβαστάζω («ἡ θάλαττα στέγει τὰ βάρη», Αριστοτ.)
5. βαστώ, υπομένω («ἡ ἀγάπη πάντα στέγει», ΚΔ)
6. αυτοσυγκρατούμαι («ἔστεξα ἕως ἔλθης», πάπ.)
7. συγκρατώ υγρό ώστε να μην είναι δυνατόν να βγει («οὗ τὸ ὕδωρ ἀγγεῖον οὐδὲν στέγει», Πλάτ.)
8. περιέχω, χωρώἄγχος... σῶμα τοὐκείνου στέγον», Σοφ.)
9. προασπίζω, προστατεύω («πύργοι πόλιν στέγουσιν», Σοφ.)
10. συγκαλύπτω, αποκρύπτω («κακόν τι κεύθεις καὶ στέγεις ὑπὸ σκότῳ», Ευρ.)
11. κρατώ μυστικό («ἅτε κρύπτεσθαι δεῖ μᾶλλον ἂν στέγεσθαι», Θουκ.)
12. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ στέγον
το σώμα, ως περίβλημα και κατοικία της ψυχής
13. φρ. α) «δόμος ἅλα στέγων»
μτφ. (ποιητ.) σπίτι που δεν αφήνει τη θάλασσα να μπει μέσα, δηλ. καλό πλοίο (Αισχύλ.)
β) «νῆες οὐδὲν στέγουσαι» — πλοία που κάνουν νερά (Θουκ.)
γ) «στέγουσα γῆ» — χώμα αδιαπέραστο από το νερό (Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στέγω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα (s)teg- «σκεπάζω, καλύπτω» και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. sthagayati, λατ. tego (χωρίς αρκτικό s-, πρβλ. και λατ. tēgula «καλύπτρα, στέγη», toga «κάλυμμα, σκέπασμα» με φωνηεντισμό -ο-), λιθουαν. stiegti (πρβλ. και λιθουαν. stόgas «στέγη») και αρχ. άνω γερμ. dah «στέγη» (απ' όπου το αρχ. άνω γερμ. ρ. decchen και τα γερμ. Dach, decken «σκεπάζω, καλύπτω»). Από την απαθή βαθμίδα στεγ- του στέγω έχουν σχηματιστεί τα παράγωγα: στεγ-νός, στεγ-ανός, στεκτικός, στέγη / στέγος (απ' όπου το ρ. στεγάζω). Από το ίδιο θ. τέλος, χωρίς αρκτικό σ έχει σχηματιστεί η λ. τέγος «σκεπή»].

Greek Monotonic

στέγω: μέλ. -ξω, σκεπάζω καλά, στεγανοποιώ, ώστε να κρατώ το νερό έξω ή να το συγκρατώ μέσα·
Α. 1. κρατώ το νερό μακριά, νῆες οὐδὲν στέγουσαι, τα πλοία που δεν είναι στεγανά, που μπάζουν νερό, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., στέγεσθαι ὄμβρους, αποκλείω, προφυλάσσομαι, προστατεύομαι από τη βροχή, σε Πίνδ.· ναῦς οὐκ ἐστέξατο κῦμα, σε Ανθ.
2. γενικά, απωθώ, αποκρούω, εμποδίζω, κρατώ μακριά όπλα κ.λπ.· δόρυ στέγειν, σε Αισχύλ.· στέγω τὰς πληγάς, σε Αριστοφ.
3. μεταγεν., αντέχω, βαστάζω, υπομένω, υποστηρίζω, σε Πολύβ., Κ.Δ.· απόλ., περιλαμβάνω, χωρώ, κρατώ μακριά, κωλύω, βάζω όρια, σε Καινή Διαθήκη
II. 1. με αιτ. του πράγμ. που καλύπτεται, καλύπτω, στεγάζω, περιθάλπω, προστατεύω, σε Σοφ., Ξεν.
2. καλύπτω, συγκαλύπτω, κρατώ κάτι κρυμμένο, παρασιωπώ, αποκρύπτω, σε Σοφ., Ευρ.· κρατιέμαι μυστικός, αποσιωπούμαι, σε Θουκ.· παρ' ὑμῶν εὖ στεγοίμεθ', ας τηρηθεί από σας το σχέδιό μου μυστικό, σε Σοφ. Β. I. κρατώ το νερό στο εσωτερικό, συγκρατώ νερό, το εγκλείω, ώστε να μη διαρρεύσει, σε Ευρ., Πλάτ.
II. γενικά, συγκρατώ, περιέχω, περικλείω, σε Σοφ., Ευρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to cover, to defend, to avert, to keep closed, to bear, to sustain (posthom.).
Other forms: also aor. στέξαι (Plb. a. o.), στεχθῆναι (VIp).
Compounds: Also w. ἀπο- a. o.
Derivatives: 1. στεγ-νός covered, waterproof, clogged (Ion., E., X. etc.) with -νότης f. thickness, stoppage (Hp.), -νόω (ἀπο- a. o.) to thicken, to stop, -νωσις f., -νωτικός (hell. a. lat). 2. -ανός covered, covering, watertight, occluding, occluded (Att.) with -ανότης f. (Eust.), -ανόω to cover (hell. a. late), -ανώματα τὰ ἐν τοῖς τοίχοις, οἱ λεγόμενοι σύνδεσμοι H.; -άνη f. cover (AP); -ανίσαι (cod. -ῆ-) στέγῃ ὑποδεχθῆναι H. 3. στεκτικός for keeping shut against the water (Pl. a. o.; Chantraine Études 135 a. 137). 4. στέγωσις f. (: *στεγόω) the roofing (pap. IIIp; cf. στέγ-νωσις, -ασ(σ)ις). -- Beside it στέγνη, Dor. Aeol. f. roof, cope, covered place, house, room (Alc., Gortyn, IA.). As 1. element in στέγ-αρχος m. house-master (Hdt. a.o.); often as 2. element, e.g. ὑπό-στεγος under a roof, covered (Emp., Pl., S. a. o.). Also στέγος n. roof, house (trag., also hell. a. late prose); as 2. element adapted to στέγω (cf. Schwyzer 513) οὑρανο-στεγής bearing the sky (A. Fr. 312 = 619 M. [not with v. Wilam. to be changed in οὑρανο<> στέγηι]). From στέγη (στέγος): 1. στεγ-ύλλιον n. hut = workshop (Herod.); 2. ῖτις f. = πόρνη (Poll., H.); 3. -άζω, -άσαι, also w. ἀπο-, κατα- a. o., to cover, to roof (IA. a. o.) with -ασ(σ)ις, -αξις (ἀπο-) f. the covering (Epid., Delos IV--IIa- a. o.; Schwyzer 271, Chantraine Form. 281), -ασμα (ἀπο-, κατα-, προ-) n. cover, cope (Pl., X. etc.), -αστήρ m. coverer, tile (Poll., H. as expl. of σωλήν), -αστρίς f. covering, cope (Hdt. a. o.), -αστρον n. covering, cope, container (A., Antiph. a. o.). -- Also τέγος n. = στέγος (Od.; not trag.) with τέγ-εοι (θάλαμοι Z 248, δόμοι Emp. 142) meaning not quite clear: under a roof (= upstairs), roofed'; cf. Schmid -εος a. -ειος 39; -ίδιον n. des. of a female garment (Tanagra a. pap. IIIa); quite isolated τέγη f. = τέγος (Vett. Val., H.).
Origin: IE [Indo-European] [1013f] *(s)teg- cover, roof.
Etymology: With the primary themat. root present στέγω, beside which appear only late incidental non-present forms (for these στεγ-άσαι etc.), agrees Skt. sthagati cover, conceal, which is however attested only in gramm. (Dhatup.) and by the unpalatalised g makes the impression of an innovation (beside sthagayati); cf. also below). Beside this stands in Latin the s-less tegō, aor. tēxī cover etc. (old athemat. presenf? Ernout-Meillet s.v.). Also for τέγος there is outside Greek an agreement, i. e. in. Celt., e.g. OIr. tech house, IE *tégos- n. The well adapted στέγη might also, though in this form isolated, be inherited from IE. (original root noun ? Ernout-Meillet l. c.). Further the Greek forms can be explained as newly created derivations of a very lively root. We may still mention (for Greek unimportant): Lat. (with old lenghtened grade resp o-ablaut) tēgula, toga; to this as innovation tēctum (Gr. *στεκτός ghostword!); Germ., e.g. OHG dah n. roof (IE *togo-m), to which (as denominative or iterative) decchen decken'; Balt., e.g. Lith. stógas m. roof (IE *stogo-with Kortlandt's law). Further forms w. lit. in Bq, WP. 2, 620f., Pok. 1013f., W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. tegō; also Fraenkel s. stíegti o n supp. Lith. *stė́gti. For non-IE. origin of Skt. sthagayati Kuiper Sprachgesch. u. Wortbed. 249. -- Lat. LW [loanword] stega cover (from στέγη), segestre, -rum, tegestrum cover from skin (from στέγαστρον).

Middle Liddell

to cover closely, so as to keep water either out or in:
A. to keep water out, νῆες οὐδὲν στέγουσαι not watertight, Thuc.:—so in Mid., στέγεσθαι ὄμβρους to keep off rain from oneself, Pind.; ναῦς οὐκ ἐστέξατο κῦμα Anth.
2. generally, to keep off, fend off weapons, etc., δόρυ στέγειν Aesch.; στ. τὰς πληγάς Ar.
3. later, to bear up against, endure, Polyb., NTest.:—absol. to contain oneself, hold out, NTest.
II. with acc. of the thing covered, to cover, shelter, protect, Soph., Xen.
2. to cover, conceal, keep hidden, Soph., Eur.:—Pass. to be kept secret, Thuc.; παρ' ὑμῶν εὖ στεγοίμεθ' let my counsel be kept secret by you, Soph.
B. to keep water in, hold water, keep in, Eur., Plat.
II. generally, to contain, hold, Soph., Eur.

Frisk Etymology German

στέγω: (nachhom.),
{stégō}
Forms: auch Aor. στέξαι (Plb. u. a.), στεχθῆναι (VIp),
Grammar: v.
Meaning: ‘(be)decken, schützen, abwehren, dicht halten, tragen, aushalten’.
Composita: auch m. ἀπο- u. a.,
Derivative: Davon 1. στεγνός bedeckt, wasserdicht, verstopft (ion., E., X. usw.) mit -νότης f. Dichte, Verstopfung (Hp.), -νόω (ἀπο- u. a.) verdichten, verstopfen, -νωσις f., -νωτικός (hell. u. sp.). 2. -ανός bedeckt, deckend, wasserdicht, verschließend, verschlossen (att.) mit -ανότης f. (Eust.), -ανόω bedecken (hell. u. sp.), -ανώματα· τὰ ἐν τοῖς τοίχοις, οἱ λεγόμενοι σύνδεσμοι H.; -άνη f. Bedeckung (AP); -ανίσαι (cod. -ῆ-)· στέγῃ ὑποδεχθῆναι H. 3. στεκτικός zum Dichthalten gegen Wasser dienend (Pl. u. a.; Chantraine Études 135 u. 137). 4. στέγωσις f. (: *στεγόω) das Bedachen (Pap.IIIp; vgl. στέγνωσις, -ασ(σ)ις). — Daneben στέγνη, dor. äol. -α f. Dach, Decke, bedeckter Ort, Haus, Zimmer (Alk., Gortyn, ion. att.). Als Vorderglied in στέγαρχος m. Hausherr (Hdt. u.a.); oft als Hinterglied, z.B. ὑπόστεγος unter Dach, bedeckt (Emp., Pl., S. u. a.). Auch στέγος n. Dach, Haus (Trag., auch hell. u. sp. Prosa); als Hinterglied mit Anschluß an στέγω (vgl. Schwyzer 513) οὐρανοστεγής den Himmel tragend (A. Fr. 312 = 619 M. [nicht mit v. Wilam. in οὐρανο<ῦ> στέγηι zu ändern]). Von στέγη (στέγος): 1. στεγύλλιον n. Hütte = Werkstatt (Herod.); 2. ῖτις f. = πόρνη (Poll., H.); 3. -άζω, -άσαι, auch m. ἀπο-, κατα-u. a., bedecken, bedachen (ion. att. u. a.) mit -ασ(σ)ις, -αξις (ἀπο-) f. das Bedecken (Epid., Delos IV—IIa- u. a.; Schwyzer 271, Chantraine Form. 281), -ασμα (ἀπο-, κατα-, προ-) n. Bedeckung, Decke (Pl., X. usw.), -αστήρ m. Bedecker, Ziegel (Poll., H. als Erkl. von σωλήν), -αστρίς f. deckend, Decke (Hdt. u. a.), -αστρον n. Bedeckung, Decke, Behälter (A., Antiph. u. a.). — Auch τέγος n. = στέγος (seit Od.; nicht Trag.) mit τέγεοι (θάλαμοι Z 248, δόμοι Emp. 142) Bed. etwas unklar: ‘unter Dach (= oben befindlich), bedacht’; vgl. Schmid -εος u. -ειος 39; -ίδιον n. Bez. eines weiblichen Gewandes (Tanagra u. Pap. IIIa); ganz vereinzelt τέγη f. = τέγος (Vett. Val., H.).
Etymology: Dem primären themat. Wurzelpräsens στέγω, an dessen Seite erst spät gelegentlich außerpräsentische Formen traten (dafür στεγάσαι usw.), entspricht aind. sthagati bedecken, verhüllen, das indessen nur bei den Gramm. (Dhatup.) belegt ist und durch das unpalatalisierte g den Eindruck einer Neubildung (neben sthagayati) macht (vgl. auch unten). Daneben steht im Latein das slose tegō, Aor. tēxī decken (altes athemat. Präsens? Ernout-Meillet s.v.). Auch zu τέγος findet sich ein außergr. Gegenstück, u. zw. im. Kelt., z.B. air. tech Haus, idg. *tégos- n. Das wohl eingebürgerte στέγη dürfte ebenfalls, obwohl in dieser Form isoliert, aus dem Idg. (ursprünglich Wurzelnomen ? Ernout-Meillet a. O.) ererbt sein. Im übrigen lassen sich die griech. Bildungen als neugeschaffene Abzweigungen einer sehr lebenskräftigen Wortsippe erklären. Erwähnt seien noch (für das Griech. belanglos): lat. (mit alter Dehnstufe bzw. o-Abtönung) tēgula, toga; dazu als Neubildung tēctum (gr. *στεκτός ghostword!); germ., z.B. ahd. dah n. Dach (idg. *togo-m), wozu (als Denominativum od. Iterativum) decchendecken’; balt., z.B. lit. stógas m. Dach (idg. *stōgo-). Weitere Formen m. Lit. bei Bq, WP. 2, 620f., Pok. 1013f., W.-Hofmann und Ernout-Meillet s. tegō; dazu noch Fraenkel s. stíegti über angebl. lit. *stė́gti. Für nichtidg. Ursprung von aind. sthagayati Kuiper Sprachgesch. u. Wortbed. 249. — Lat. LW stega Verdeck (aus στέγη), segestre, -rum, tegestrum Decke aus Fell (aus στέγαστρον).
Page 2,780-781

Chinese

原文音譯:stšgw 士帖哥
詞類次數:動詞(4)
原文字根:排除
字義溯源:蓋住,緘默,忍受,蓋,掩護,防護,忍,包容;源自(στέγη)=屋頂),而 (στέγη)出自(τέ)X*=樓板)。參讀 (ἀνέχομαι)同義字
出現次數:總共(4);林前(2);帖前(2)
譯字彙編
1) 我們⋯忍(1) 帖前3:1;
2) 忍(1) 帖前3:5;
3) 包容(1) 林前13:7;
4) 忍受(1) 林前9:12

Mantoulidis Etymological

(=σκεπάζω, ἀποκρούω). Ρίζα στεγἀπ' ὅπου καί τά παράγωγα: στέγη, στεγάζω, στεγανός, στεγανότης, στεγνός (μέ συγκοπή, ἀπό τό στεγανός), στεγνότης, στεγνόω (=κλείνω καλά), στέγνωσις, στέγος (=σκεπή, μέγαρο), τέγος (=στέγη), στεκτικός (=αὐτός πού κάνει κάτι ἀδιάβροχο).

Lexicon Thucydideum

tegere, tueri, to cover, protect, 2.94.3, 4.34.3,
PASS. tegi, celari, to be covered, be concealed, 6.72.5.

Translations

endure

Albanian: duroj; Arbëresh: psonj; Arabic Egyptian Arabic: دام‎; Aromanian: aravdu; Azerbaijani: dözmək; Bulgarian: издържам; Catalan: aguantar; Chinese Mandarin: 承受, 忍受; Czech: vytrvat; Danish: holde, vare; Dutch: voortduren; Esperanto: elteni; Finnish: kestää; French: endurer, perdurer; Galician: aguantar, perdurar; Georgian: გაძლება, თმენა, მოთმენა; German: ertragen, aushalten; Gothic: 𐌲𐌰𐌱𐌴𐌹𐌳𐌰𐌽, 𐍆𐍂𐌰𐌱𐌰𐌹𐍂𐌰𐌽; Greek: αντέχω; Ancient Greek: ἀναμένω, ἀνατλῆναι, ἀνέχομαι, ἀντέχω, ἀντίσχω, ἀρκέω, ἀρκῶ, ἀτρεμέω, ἀτρεμῶ, βαστάζω, διαμένω, διαπάσχω, διαρκέω, διαρκῶ, διατλῆναι, διαφέρω, ἐξανέχω, ἐπιμένω, ἐπιτείνω, ἐπιτολμάω, ἐπιτολμῶ, κρατέω, κρατῶ, κρετέω, κρετῶ, μοχθέω, μοχθῶ, ξυνίστημι, ὀχέω, ὀχῶ, παραμένω, περιμένω, περιφέρω, στέγω, συνίστημι, ταλαιπωροῦμαι, τλάω, τλῶ, τολμάω, τολμῶ, ὑπεκφέρω, ὑπομένω, ὑποφέρω, φέρω; Hungarian: kitart; Ido: durar; Italian: durare, restare, resistere, perdurare; Japanese: 耐える; Khmer: ទ្រាំ, ស៊ូទ្រាំ; Ladin: tenì ora; Latin: perpetior, habeo; Maori: taimau; Norman: enduther; Norwegian Bokmål: holde ut; Occitan: durar, perdurar; Polish: wytrzymać; Portuguese: aguentar, prevalecer; Romanian: îndura, răbda; Russian: выдерживать, выдержать, терпеть, вытерпеть, выносить, вынести; Spanish: aguantar, perdurar; Telugu: నిలబడు, నిలుచు; Urdu: قائم رہنا‎