ὑποφωλεύω

Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

   A lie hidden in the shelter of, τοίχοις AP7.375 (Antiphil.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφωλεύω: φωλεύω ὑπό τι, Ἀνθ. Παλατ. 7. 375.

French (Bailly abrégé)

habiter dans des cavernes ; se cacher sous, τινι.
Étymologie: ὑπό, φωλεύω.

Greek Monolingual

Α
κρύβομαι κάτω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + φωλεύω «μένω στη φωλιά μου, κρύβομαι κάπου»].