φλεγματιαῖος

Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

α, ον, (

   A φλέγμα 11.2) suffering from phlegm, v.l. in Gp.12.22.2.

German (Pape)

[Seite 1291] an Schleim leidend, voll Schleim, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

φλεγμᾰτιαῖος: -α, -ον, (φλέγμα ΙΙ. 2) ὁ πάσχων ἐκ φλέγματος, ῥαφανῖδες φλεγματιαίοις χρήσιμοι Γεωπον. 12. 22, 2·

Greek Monolingual

-αία, -ον, ΜΑ
αυτός που πάσχει από φλέγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγμα, -ατος + κατάλ. -ιαῖος].