τανύκραιρος

Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

ον,

   A long-horned, ἔλαφος Opp.C.1.191; ταῦροι AP 6.74 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1067] mit langgestreckten Hörnern; sp. D., wie Opp. Cyn. 1, 191; ταῦρος, Agath. 27 (VI, 74); Nonn. D. 8, 22; ἀκωκή, 11, 270.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνύκραιρος: -ον, ὁ, ὁ ἔχων μακρὰ κέρατα, ἔλαφος Ὀππ. Κυν. 1. 191· ταῦρος Ἀνθ. Π. 6. 74.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τεντωμένα, μακριά κέρατα («τανυκραίροισι ἐλάφοισι», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + -κραιρος (< κραίρα «κορυφή, κεφαλή»), πρβλ. ὀρθό-κραιρος].