ταφεύς
English (LSJ)
έως, ὁ,
A burier, grave-digger, S.OC582, El. 1488, Plu.Comp.Pel.Marc.3.
German (Pape)
[Seite 1075] έως, ὁ, der den Todten begräbt; Soph. O. C. 588 El. 1410; B. A. 308.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰφεύς: έως, ὁ, (θάπτω) ὁ θάπτων, νεκροθάπτης, Λατ. vespillo, Σοφ. Ο. Κ. 582. Ἠλ. 1488.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
celui qui ensevelit, fossoyeur.
Étymologie: θάπτω.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
νεκροθάφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάφος + κατάλ. -εύς (πρβλ. ἱππ-εύς)].