νεκροθάφτης
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Greek Monolingual
και νεκροθάπτης, ο (Α νεκροθάπτης)
αυτός που θάβει τους νεκρούς
νεοελλ.
1. αυτός που έχει ως επάγγελμα τον ενταφιασμό τών νεκρών
2. αυτός που προκαλεί την εξόντωση ενός προσώπου ή τον αφανισμό μιας ιδέας ή ενός πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -θάφτης / -θάπτης (< θάπτω)].