τραχηλώνω

Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Ν
ναυτ. τοποθετώ αγκύλη επιτόνου, προτόνου ή παρατόνου γύρω από τον λαιμό στήλης ή επιστηλίου ή σε κεραία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος. Η λ., στον λόγιο τ. τραχηλόω, -, μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο].