υπερμήκης

Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ὑπέρμηκες, και δωρ. τ. ὑπερμάκης, ὑπέρμακες, Α
1. αυτός που έχει υπερβολικό μήκος, ο εξαιρετικά μακρός
2. (για βουνό) πάρα πολύ ψηλός
3. (για ήχο ή βοή) αυτός που φτάνει σε μεγάλη απόσταση, πολύ ισχυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ἐπι-μήκης, προ-μήκης].